- ταμπούρλο
- το(λ. ιταλ.), μικρό τύμπανο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταμπούρλο — Oνομάζεται και ταμπούρο. Κρουστό όργανο με ακαθόριστο ήχο, εξαιρετικά διαδεδομένο σε παλαιότερους χρόνους σε διάφορους πολιτισμούς. Σχεδόν με τη σημερινή μορφή ενός κυλίνδρου από ξύλο ή μέταλλο, με τις δυο πλευρές κλεισμένες με καλά τεντωμένη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
ταμπουρλιέρης — ο, Ν [ταμπούρλο] αυτός που παίζει ταμπούρλο, ο τυμπανιστής … Dictionary of Greek
ταμ-ταμ — Κρουστό μουσικό όργανο ανατολικής προέλευσης. Αποτελείται από ένα μεταλλικό δίσκο, με στρογγυλεμένη περίμετρο. Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη που καθορίζουν τη διαφορετική έκταση του ήχου. Κρούεται με ένα ρόπαλο ντυμένο με τσόχα ή φελλό και… … Dictionary of Greek
βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… … Dictionary of Greek
ζίλι — το 1. ταμπούρλο 2. κρόταλο χορευτή ή χορεύτριας 3. στον πληθ. τα ζίλια τα δύο χάλκινα στρογγυλά κρόταλα, με τον ήχο τών οποίων συνοδεύονται τα κάλαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη περσικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
σκιαινίδες — (Sciaenidae). Οικογένεια ακανθο πτερύγιων ψαριών που ζουν στις ακτές των θερμών και μερικές φορές των εύκρατων θαλασσών. Η οικογένεια αριθμεί περισσότερα από 100 είδη, από τα οποία, τα πιο πολλά, ψαρεύονται για το νόστιμο κρέας τους.… … Dictionary of Greek
ταμπουρλόξυλο — το, Ν μικρό κυλινδρικό ξύλο με το οποίο χτυπούν το ταμπούρλο … Dictionary of Greek
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek